Του Ηλία Ξηρουχάκη
Με μεγάλη ικανοποίηση και κυρίως ανακούφιση οι παράγοντες των αγορών αλλά και οι Έλληνες φορολογούμενοι, που έχουν αιμοδοτήσει εκτενώς τις εγχώριες συστημικές τράπεζες, υποδέχθηκαν πριν μερικές ημέρες τα αποτελέσματα χρήσης του Γ’ τρίμηνου 2018. Η κερδοφορία, αν και ακόμα αναιμική, έχει αρχίσει να αποκτά κάποιου είδους ορμή. Βέβαια για να παραμείνει ή να ενισχυθεί η ορμή αυτή χρειάζεται να συμβεί, κυρίως, ένα γεγονός. Να περιοριστεί δραστικά το κόστος πιστωτικού κινδύνου. Αυτό συνδυαστικά με τη σταθεροποίηση των οργανικών εσόδων αλλά και την απαραίτητη μείωση των λειτουργικών εξόδων (που σε κάποιες περιπτώσεις έχουν ξεφύγει των ορίων του αποδεκτού) θα οδηγήσουν σε βιώσιμα επίπεδα επαναλαμβανόμενης λειτουργικής κερδοφορίας, οδηγώντας μακριά από τον φαύλο κύκλο της διαρκώς απομειούμενης κεφαλαιακής βάσης.
Πριν από περίπου ενάμιση μήνα, στα τέλη Οκτωβρίου, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) δημοσίευσε τις οριστικές κατευθυντήριες γραμμές της για τη διαχείριση των μη-εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ). Η ΕΑΤ προχώρησε στη δημοσίευση των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών σε συνέχεια του από Ιουλίου 2017 σχεδίου δράσης του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) για την αντιμετώπιση των μη-εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) στην Ευρώπη.
Το σχέδιο του Συμβουλίου της ΕΕ προέβλεπε επίσης μια σειρά ενεργειών που αποσκοπούν σε μια ολοκληρωμένη προσέγγιση, συνδυάζοντας ένα μείγμα συμπληρωματικών δράσεων πολιτικής, σε εθνικό αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο ανάλογα με την περίπτωση, ως τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο για να αντιμετωπισθούν τα υφιστάμενα αποθέματα ΜΕΑ, καθώς και η εμφάνιση και συσσώρευση νέων στους ισολογισμούς των τραπεζών.
Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες κατευθυντήριες γραμμές, τα πιστωτικά ιδρύματα των οποίων τα μη-εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) υπερβαίνουν το 5% των συνολικών δανείων τους, καλούνται να διαμορφώσουν συγκεκριμένη στρατηγική για τη μείωση των εν λόγω απαιτήσεων, η οποία θα αποτελεί μέρος της συνολικής επιχειρησιακής στρατηγικής τους, καθώς και τις σχετικές δομές διακυβέρνησης αλλά και συστημάτων εσωτερικού ελέγχου για την εφαρμογή της. Σημειώνεται ότι οι κατευθυντήριες γραμμές τίθενται σε ισχύ την 30η Ιουνίου 2019.
Στη χώρα μας, το δυσθεώρητο ύψους των ΜΕΔ όπως διαμορφώθηκε από το 2010 και μετά (μακράν το υψηλότερο στην ΕΕ), οδήγησε ήδη από τα μέσα του 2014 την Εκτελεστική Επιτροπή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) να καθορίσει μέσω σχετικής Πράξης (ΠΕΕ 42/30.5.2014) το πλαίσιο εποπτικών υποχρεώσεων για τη διαχείριση των ΜΕΔ, δημιουργώντας παράλληλα ένα πρωτοποριακό σε πανευρωπαϊκή κλίμακα υπόδειγμα για την παρακολούθηση των σχετικών μεγεθών.
Στο πλαίσιο αυτό, τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα ανέπτυξαν τις βέλτιστες στρατηγικές για τη μείωση των ΜΕΑ, εστιάζοντας στη δημιουργία κατάλληλων δομών διακυβέρνησης αλλά και διαδικασιών διαχείρισης, ρύθμισης και οριστικής διευθέτησής τους. Σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ, το ύψος των μη-εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών το 2008 ήταν €14,5 δισ. ή 5,5% των συνολικών δανείων με τα αντίστοιχα μεγέθη τον Ιούνιο του 2016 (στο υψηλότερο ιστορικά σημείο τους) να ανέρχονται στα €106,9 δισ. και 50,5% αντιστοίχως.
Τον Σεπτέμβριο του 2016, οι ελληνικές τράπεζες υπέβαλαν για πρώτη φορά στην ΤτΕ και στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (ΕΕΜ) επιχειρησιακούς στόχους για τη μείωση των μη-εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, στόχους που επικαιροποίησαν τον Σεπτέμβριο του 2017 και τον ίδιο μήνα του 2018. Σε αυτά τα δύο χρόνια (Ιούνιος 2016 – Ιούνιος 2018), σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ, οι ελληνικές τράπεζες κατόρθωσαν να μειώσουν τα μη-εξυπηρετούμενα ανοίγματα στο επίπεδο των €88,6 δισ. ή στο 47,6% των συνολικών δανείων.
Η μείωση αυτή των περίπου €18,3 δισ. (ή λίγο περισσότερο από 17%) επέτρεψε στις ελληνικές τράπεζες να υπερκαλύψουν κατά περίπου €1,6 δισ. τον στόχο μείωσης των ΜΕΑ που είχαν υποβάλει στις εποπτικές αρχές. Η καλύτερη από το αναμενόμενο επίδοση προήλθε πρωτίστως από τις χαμηλότερες από την αρχική εκτίμηση νέες ροές ΜΕΑ σε συνδυασμό με τις αυξημένες εισπράξεις αλλά, κυρίως, από πωλήσεις και διαγραφές χαρτοφυλακίων δανείων. Τα παραπάνω θετικά αποτελέσματα ήρθαν απόρροια και της προσπάθειας για την άρση των φορολογικών, νομικών και δικαστικών εμποδίων για τη μείωση των μη-εξυπηρετούμενων δανείων με συνέπεια, μεταξύ άλλων, οι πωλήσεις και ρευστοποιήσεις δανείων να προσεγγίζουν για πρώτη φορά τα αναμενόμενα επίπεδα.
Το καίριο ερώτημα που προβάλλεται πλέον από όλο και περισσότερους, των εποπτικών αρχών συμπεριλαμβανομένων, είναι εάν οι ρυθμοί απομείωσης, δοθέντων των ανωτέρω βελτιώσεων, είναι ικανοί να εξασφαλίσουν ότι πρόκειται να επανέλθει, σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, ο δείκτης ΜΕΑ/ΜΕΔ των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων στα επίπεδα του ευρωπαϊκού μέσου όρου και σε κάθε περίπτωση σε μονοψήφιο ποσοστό που είναι και το ζητούμενο. Λαμβάνοντας υπόψη το προηγούμενο ευρωπαϊκών χωρών που αντιμετώπισαν στο παρελθόν αντίστοιχες προκλήσεις (Κύπρος, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιρλανδία, Ιταλία κλπ), η απάντηση ατυχώς δεν είναι θετική .Σε κάθε μια από τις χώρες αυτές χρειάστηκε η δημιουργία, υπό την αιγίδα του κράτους και την "ευλογία" των Ευρωπαϊκών θεσμών, του κατάλληλου σχήματος/πλαισίου ώστε να μειωθεί δραστικά το ύψος των ΜΕΑ. Ο βασικός στόχος αυτού ήταν όχι μόνο να αποφευχθεί νέα, πιθανή προσφυγή στο Δημόσιο ταμείο για εκ νέου ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με χρήματα του Έλληνα φορολογούμενου (δεδομένου ότι υπό τις παρούσες συνθήκες φαντάζει εξαιρετικά απίθανο να εισρεύσουν προς ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης ιδιωτικά κεφάλαια) αλλά κυρίως για να μπορέσουν και πάλι τα πιστωτικά ιδρύματα να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία, δηλαδή τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Χρήσιμη παράμετρος στη σκέψη μας αναλύοντας το φαινόμενο και τις πιθανές του λύσεις , είναι πως η περίπτωση κάθε χώρας είναι διαφορετική. Διαφορετικοί είναι οι παράγοντες που δημιούργησαν και μεγιστοποίησαν το πρόβλημα (πχ στην Ιρλανδία η κρίση ξεκίνησε από τις τράπεζες ενώ στην Ελλάδα η κρίση εκτονώθηκε σε αυτές), διαφορετικά είναι τα δανειακά χαρτοφυλάκια στα οποία επικεντρώνεται, σε διαφορετικό στάδιο έγιναν οι παρεμβάσεις αναχαίτησης του φαινομένου και τέλος διαφορετικές είναι οι δυνατότητες ουσιώδους κρατικής παρέμβασης σε επίπεδο δημοσιονομικών ευχερειών. Με τις εγχώριες τράπεζες να εμφανίζουν ασυνήθιστα υψηλούς δείκτες καθυστερήσεων σε όλα τα χαρτοφυλάκια και με περιορισμένη τη δυνατότητα παροχής κρατικής βοήθειας που θα μπορούσε ενδεχομένως να χαρακτηριστεί μη συμβατή με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περί Κρατικών Ενισχύσεων, η φαρέτρα των διαθέσιμων (και παράλληλα εφαρμόσιμων) λύσεων είναι μάλλον περιορισμένη.
Προ λίγων εβδομάδων η Κεντρική Τράπεζα παρουσίασε μία ριζοσπαστική λύση που επικεντρώνεται στην αξιοποίηση των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (Deffered Tax Credit) στα πλαίσια της δημιουργίας ενός οχήματος ειδικού σκοπού (SPV) που προσομοιάζει σε μια "κακή” τράπεζα (Asset Management Company). Η πρόταση είναι υπό εξέταση από τις αρμόδιες υπηρεσίες (SSM και DGComp) ενώ έχει τύχει ευμενούς υποδοχής από κύκλους της ΕΚΤ, τον Ενιαίο Μηχανισμό Εποπτείας, επενδυτικούς οίκους και οργανισμούς πιστοληπτικής αξιολόγησης. Επίσης εταιρικοί μετασχηματισμοί με σκοπό τον εποικοδομητικό χειρισμό των DTC’s για τη μείωση των ΜΕΔ, κινούνται και αυτοί προς τη σωστή κατεύθυνση.
Μια άλλη πολύ πρόσφορη λύση, απολύτως συμβατή και συμπληρωματική με αυτή της ΤτΕ, είναι η πρόταση του ΤΧΣ, παραπλήσια με το από το 2016 εφαρμοζόμενο ιταλικό μοντέλο (το επονομαζόμενο GACS). H λύση αυτή αφορά στην προστασία στοιχείων ενεργητικού τα οποία αποαναγνωρίζονται πλήρως (derecognision) από τους οικείους ισολογισμούς. Είναι απολύτως προσαρμοσμένη στις συνθήκες της εγχώριας χρηματοπιστωτικής αγοράς και προβλέπει την τιτλοποίηση (securitization) ΜΕΑ, αφού μεταφερθούν στο κατάλληλο όχημα ειδικού σκοπού, την έκδοση τριών τάξεων ομολογιών (διαφορετικής διαβάθμισης αναφορικά στην προτεραιότητα αποπληρωμής) και την προστασία των ομολογιών της υψηλότερης διαβάθμισης (senior bond) με εγγυοδοσία από το Ελληνικό Δημόσιο. Η λύση αυτή προσφέρει μία πλειάδα από πλεονεκτήματα στα πιστωτικά ιδρύματα που θα επιλέξουν να συμμετάσχουν (η συμμετοχή είναι εθελοντική). Η δραστική μείωση του δείκτη ΜΕΑ, η πολύ περιορισμένη επίπτωση της απόσχισης των ΜΕΑ στα εποπτικά κεφάλαιά τους (συγκριτικά με άλλες λύσεις όπως οι ήδη εφαρμοζόμενες πωλήσεις χαρτοφυλακίων), η δυνατότητα διακράτησης των υψηλής διαβάθμισης ομολογιών με μηδενική επίπτωση στο σταθμισμένο για κινδύνους ενεργητικό, η δυνατότητα διακράτησης μέρους των ομολογιών χαμηλότερης διαβάθμισης αποσκοπώντας σε μελλοντικό όφελος από την καλύτερη διαχείριση της ρευστοποίησης των στοιχείων ενεργητικού από ανεξάρτητη εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων (του ν.4354/2015) και τη βελτίωση των συνθηκών της αγοράς, είναι μερικά εξ αυτών.
Η κρατική εγγύηση σε ένα τέτοιο σχήμα μπορεί να αποδώσει πολλαπλασιαστικά στη μείωση των ΜΕΔ στο σύστημα δεδομένου πως, υπό προϋποθέσεις, δύναται να ανακουφίσει τις τράπεζες για το τριπλάσιο ή ακόμα και το τετραπλάσιο του ποσού εγγύησης (δηλαδή για κάθε 1 δισ. € εγγύησης το σύστημα μπορεί να απαλλαγεί από 3-4 δισ. € ΜΕΑ). Βέβαια, όπως πάντα άλλωστε, αυτά τελούν υπό την έγκριση τόσο του SSM (αρμόδια εποπτική αρχή) όσο και της DGComp που θα κρίνει το κατά πόσο τα δομικά στοιχεία της συναλλαγής αποτελούν ή όχι Κρατική ενίσχυση. Ένα ακόμα σημαντικό θετικό στοιχείο της εν λόγω προτεινόμενης λύσης είναι πως λόγω της μεθοδολογίας διάθεσης των εσόδων (waterfall) στις διάφορες τάξεις των ομολογιών, η πιθανότητα κατάπτωσης της εγγύησης του Δημοσίου είναι εξαιρετικά περιορισμένη, ομοίως και οι ενδεχόμενες Δημοσιονομικές επιπτώσεις αυτής.
Είναι πολύ χρήσιμο να αναφερθεί πως το εν λόγω σχήμα αποδείχθηκε εξαιρετικά επιτυχημένο στην κατεύθυνση της μείωσης των ΜΕΑ στην Ιταλία, με αποτέλεσμα πλέον οι τράπεζες της γείτονος περίπου να "διαγκωνίζονται" για να λάβουν την εν λόγω κρατική εγγύηση.Έως το τέλος του έτους οι Ιταλικές τράπεζες θα έχουν απαλλαγεί από 46 δισ. € ΜΕΑ, δια του τρόπου αυτού.
Οδεύοντας προς το τέλος του 2018, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως οι συστημικές τράπεζες της χώρας (και όχι μόνο) πρέπει το συντομότερο να απαλλαγούν από τη μέγγενη των ΜΕΑ που υπονομεύει κάθε ελπίδα ανάκαμψης της επαναλαμβανόμενης λειτουργικής τους κερδοφορίας αλλά το χειρότερο, απειλεί ευθέως τη μεσομακροπρόθεσμη κεφαλαιακή βιωσιμότητά τους. Όλες οι λύσεις και τα εργαλεία που βρίσκονται στο τραπέζι μοιάζουν, υπό προϋποθέσεις, αξιόπιστα και εφαρμόσιμα και επιβάλλεται το συντομότερο δυνατόν να δρομολογηθεί, σε στενή συνεργασία με τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς, η εφαρμογή τους. Το όλο εγχείρημα, αδιαμφισβήτητα αποτελεί ένα τιτάνιο έργο για τις διοικήσεις των τραπεζών, τις εποπτικές αρχές και τους θεματοφύλακες της Χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, που όλοι ευελπιστούμε να ολοκληρωθεί επιτυχημένα χάριν αποκατάστασης της κανονικότητας στο σύστημα και την οικονομία.
Οι απόψεις που εκφράζονται από το συγγραφέα στο παρόν άρθρο είναι προσωπικές
* O κ. Ηλίας Ξηρουχάκης είναι μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, εκπρόσωπος της Τράπεζας της Ελλάδος στο ταμείο
Πηγή: capital.gr
Ανάλυση
Leave a comment