Του Ηρακλή Ρούπα
Για να μπορέσει μια χώρα να αντικρίσει τον διεθνή οικονομικό ανταγωνισμό, τις αγορές και το οικονομικό και αναπτυξιακό της μέλλον πρέπει να συντρέχουν βασικές προϋποθέσεις: 1. Να έχει διαμορφωθεί κουλτούρα οργάνωσης και συντονισμού. 2. Να υπάρχουν κυβερνήτες και πολιτικοί που έχουν διαχειρισθεί κρίσεις κατά το παρελθόν. 3. Να υπάρχει γνώση των διεθνών διεργασιών και να υπάρχει διάθεση σύνθεσης πολιτικών με κοινή στόχευση.
Με δεδομένη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας σήμερα, κυρίως όμως την αδυναμία οριστικής ανασύνταξης του τραπεζικού συστήματος της χώρας μας, καθίσταται σαφές πως διατηρούνται ακόμα τόσο οι παθογένειες του συστήματος, όσο και η αδυναμία μιας ουσιαστικής και αποτελεσματικής πολιτικής στόχευσης.
Λανθασμένα, δε, ίσως ως μια εύκολη ανάλυση, πολλοί εκτιμούν πως μέρος του προβλήματος θα πρέπει να θεωρηθεί και μια πιθανή ελλιπής προσέγγιση της Τράπεζας Ελλάδος ως προς τον ελεγκτικό της ρόλο.
Οι οικονομικοί θεσμοί σίγουρα κατά τα μνημονιακά χρόνια είχαν κάποιον ρυθμιστικό ρόλο, διατηρώντας έτσι μια οριακή ισορροπία με στρεβλότητες των αγορών και της οικονομίας.
Μια πιθανή παράταση της πολιτικής αντίληψης πως η αντιμετώπιση του προβλήματος των τραπεζών μπορεί να αμβλυνθεί με σταδιακά μέτρα προσαρμογής, αναμένεται να οξύνει τα ήδη υφιστάμενα προβλήματα. Ιδιαίτερα όταν είναι κοινή η διαπίστωση πως οι διεθνείς και όχι μόνον εξελίξεις απαιτούν άμεσες ενέργειες ταχύτατης προσαρμογής. Μια προσαρμογή που δυστυχώς έχει στοιχίσει πολύ στον Έλληνα φορολογούμενο και που καθυστερεί σχεδόν μία δεκαετία, συμπαρασύροντας την αδυναμία ανάκαμψης και χρηματοδότησης της οικονομίας.
Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό πως όταν το ελληνικό Δημόσιο, από το 2010 μέχρι σήμερα, έχει απολέσει μέσω συμμετοχής του ΤΧΣ στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών άνω των 40 δισ., ενώ η χρηματιστηριακή αξία έχει βρεθεί σε επίπεδο ανυποληψίας, αυταπόδεικτα η όποια πολιτική έχει ακολουθηθεί χρειάζεται άμεση και ριζική αναδιάταξη. Σε αντίθετη περίπτωση, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα η κυβέρνηση να βρεθεί εγκλωβισμένη σε αναγκαστική διαδικασία "έμμεσης κρατικοποίησης".
Η αδυναμία, δε, αμεσότερης προσαρμογής οφείλεται στην εξής βασική διαπίστωση. Οι βαθιά εδραιωμένες παθογένειες ενός τραπεζικού συστήματος που δομήθηκε τις δύο τελευταίες δεκαετίες αντιδρώντας ακαριαία και προς όφελός του στην προοπτική διαχείρισης της υπερβολικής ρευστότητας του διεθνούς συστήματος για την ανάδειξη υπεραποδόσεων και κερδών, δεν επέτρεψε στον αντίποδα την αντικειμενική αξιολόγηση του πιστοδοτικού ρίσκου. Στον αντίποδα, ουδέποτε αναδείχθηκε η προσπάθεια από το ίδιο το σύστημα διαχείρισης με την ίδια ταχύτητα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που ανέδειξε η κρίση.
Κατά συνέπεια, ουδέποτε αναδείχθηκαν από το ίδιο το σύστημα διαχείρισης, πόσο μάλλον, με την ίδια ταχύτητα τα προβλήματα που προκάλεσε η κρίση. Επακόλουθο της αδυναμίας αυτής ήταν να χαθεί η δυνατότητα άμεσης επίτευξης λύσεων που να ισορροπούν μεταξύ της ταχύτητας λήψης, της ορθής και δίκαιης διαχείρισης των χρημάτων των φορολογουμένων και της κοινωνικής ευαισθησίας.
Δυστυχώς, από το 2010 μέχρι σήμερα οι περισσότερες ενέργειες των τραπεζών εστιάζουν στην εξομάλυνση του λειτουργικού τους κόστους. Η ανάδειξη όμως χρηματοδοτικής δυναμικής αποτελεί το βασικό ζητούμενο. Μιας δυναμικής για την πραγματική οικονομία και όχι την πλασματική χρηματοδότηση των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας.
Αρκεί δε να αναλύσει κανείς τη φημολογούμενη πρόθεση της κυβέρνησης να ζητήσει από την ΕΚΤ την αύξηση του ορίου αγοράς κρατικών ομολόγων από τις τράπεζες προκειμένου να υποστηριχθεί μια ουτοπική θεωρία, κάτω από αυτές τις συνθήκες εξόδου στις αγορές, για να αντιληφθεί κανείς πως υπάρχει αδυναμία ουσιαστικής προσέγγισης της πραγματικής διάστασης του προβλήματος. Ενός προβλήματος που πιθανώς να μεγεθυνθεί εξαιτίας διεθνών αναταράξεων και της αυξητικής πορείας των επιτοκίων.
Στην παρούσα φάση μπορεί θεσμικά να έχει δοθεί χρόνος στις τράπεζες μέχρι το 2021 για την ουσιαστική επίλυση του μεγάλου προβλήματος των "κόκκινων" δανείων. Τον χρόνο αυτόν όμως δεν φαίνεται να τον δίνουν οι αγορές, όπως αποτυπώνεται στην πορεία των μετοχών τους στο ΧΑΑ. Είναι δύσκολο να πεισθούν πως θα επιτευχθεί ο "άθλος" της μείωσης κατά 53,6 δισ. των μη εξυπηρετούμενων δανείων ως τον Δεκέμβριο του 2021. Άλλωστε, οι επιδόσεις των τραπεζών στο α' εξάμηνο αποτελούν μια ισχυρή προειδοποίηση ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά. Τα όποια αποτελέσματα όμως δεν αποκλείουν την περίπτωση να μην είναι επενδύσιμες για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Το να κερδίζεται χρόνος με την ελπίδα ότι το πρόβλημα θα λυθεί μέχρι το 2021 στην ουσία στερεί από την οικονομία τη μόνη αναπτυξιακή της διέξοδο. Επιπρόσθετα, επιταχύνει άλλης μορφής συλλογικές λύσεις για τα προβληματικά ανοίγματα, όπως τιτλοποιήσεις και τραπεζικά ομόλογα με εγγύηση του δημοσίου. Με επιτόκια όμως που έχουν αρχίσει να προσαρμόζονται στις διεθνείς αυξητικές τάσεις.
Στόχος είναι η αποτροπή δραστικότερων λύσεων όπως η χρήση του υπερπλεονάσματος για την κεφαλαιακή στήριξη των τραπεζών. Παράλληλα, όμως, είναι ανάγκη να αρχίζει να ωριμάζει εκ νέου και η προοπτική ενός "παράλληλου εξειδικευμένου χρηματοδοτικού" συστήματος. Το ζητούμενο για τις αγορές είναι η εγγύηση ενός πλαισίου σταθερότητας προκειμένου το τραπεζικό σύστημα να αντλήσει ρευστότητα από το εξωτερικό.
Το σύστημα πρέπει να πάρει "ανάσα" για να μπορούν οι κυβερνήσεις να στραφούν προς την πραγματική και ουσιαστική στήριξη των αδύναμων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων.
Μπορεί οι τράπεζες να εκπέμπουν τη σκληρή πολλές φορές όψη της οικονομίας, στην παρούσα φάση όμως η "στήριξη" της σκληρής αυτής όψης με τα χρήματα των φορολογουμένων καθιστά επιτακτική την εμφάνιση ενός διαφορετικού προσώπου. Εκείνου της αποτελεσματικότητας στη διαδικασία της εξυγίανσης προκειμένου το τραπεζικό επιχειρείν να ανακτήσει τον ρόλο του στην ανάδειξη της οικονομικής ηθικής των δίκαιων λύσεων. Φάση από την οποία απέχει πολύ σήμερα
Πηγή: capital.gr
Ανάλυση
Leave a comment