Από τη συντακτική ομάδα του Bloomberg
Μια νέα περίοδος κινδύνου μεταξύ των ελληνικών και ιταλικών τραπεζών καταδεικνύει ένα βαθύτερο πρόβλημα στην Ευρώπη: οι εποπτικοί φορείς του χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν έχουν κάνει αρκετά για να προετοιμαστούν για την επόμενη κρίση. Θα πρέπει να διπλασιάσουν τις προσπάθειές τους πριν κλείσει το "παράθυρο ευκαιρίας".
Η ευρωπαϊκή οικονομία μπορεί να πηγαίνει σχετικά καλά, αν και δεν θα μπορούσατε να το γνωρίσετε αυτό εξετάζοντας τις μετοχές των ελληνικών και των ιταλικών τραπεζών που βυθίζονται. Τα βασικά ζητήματα οφείλονται σε ιδιαίτερους παράγοντες: στην Ελλάδα μια σειρά από φτωχά τριμηνιαία αποτελέσματα και η έξοδος της χώρας από το διεθνές πρόγραμμα διάσωσης έχουν εντείνει τις ανησυχίες σχετικά με το πώς οι τράπεζες θα τα καταφέρουν χωρίς την επίσημη στήριξη. Στην Ιταλία οι αδύνατες δημοσιονομικές υποσχέσεις του κυβερνητικού σχηματισμού έχουν υπονομεύσει την εμπιστοσύνη προς την οικονομική βιωσιμότητα της κυβέρνησης. Αλλά υπάρχει ένα κοινό σημείο. Οι επενδυτές δεν πιστεύουν ότι οι ισολογισμοί των τραπεζών είναι τόσο ισχυροί όσο πρέπει να είναι.
Δυστυχώς οι αμφιβολίες τους είναι βάσιμες. Οι δανειστές στην Ελλάδα και την Ιταλία είναι μεταξύ αυτών που κατέχουν τα υψηλότερα ποσοστά κόκκινων δανείων, στο 47,6% και 11,4% αντίστοιχα. Οι ιταλικές τράπεζες είναι επίσης βαριά εκτεθειμένες στην ιταλική κυβέρνηση η οποία έχει τη δεύτερη υψηλότερη αναλογία χρέους προς ΑΕΠ (μετά την Ελλάδα). Τα κρατικά ομόλογα αποτελούν το 10% του συνολικού ενεργητικού των τραπεζών, σχεδόν τριπλάσιο του μέσου όρου της ευρωζώνης.
Αυτός δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο η τραπεζική ένωση της Ευρώπης θα έπρεπε να λειτουργεί. Όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανέλαβε την ευθύνη για το ευρωπαϊκό χρηματοοικονομικό σύστημα το 2014, υποτίθεται πως θα διασφάλιζε ότι οι τράπεζες είναι αρκετά δυνατές για να επιβιώσουν από τους κραδασμούς χωρίς να χρειάζεται δημόσια στήριξη. Ομολογουμένως έχει σημειωθεί κάποια πρόοδος. Η αναλογία των κακών δανείων της Ιταλίας ήταν ακόμη υψηλότερη και οι ελληνικές τράπεζες τηρούν μέχρι στιγμής το χρονοδιάγραμμα για να μειώσουν τα δικά τους. Ωστόσο, οι προσπάθειες δεν είναι αρκετά φιλόδοξες. Τα stress test, για παράδειγμα, απείχαν πολύ από το να είναι αξιόπιστα: ένας κύκλος στην Ελλάδα νωρίτερα φέτος κατέληξε ότι οι τράπεζες της χώρας δεν χρειάζονταν επιπλέον κεφάλαια.
Η αρνητική αξιολόγηση της αγοράς δείχνει πως η ΕΚΤ (και ειδικότερα ο επόμενος επικεφαλής του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού) πρέπει να κάνει περισσότερα. Πρέπει να πιέσει τις τράπεζες περισσότερο να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και να περιορίσουν την έκθεσή τους στο χρέος των κυβερνήσεων τους. Η ΕΚΤ θα πρέπει επίσης να απαιτήσει από τις τράπεζες να διαθέτουν επαρκή ίδια κεφάλαια για την απορρόφηση ζημιών προκειμένου να επιβιώσουν μια σοβαρή οικονομική ύφεση και να συνεχίσουν να διαθέτουν αρκετά ακόμα και μετά από αυτό. Αν οι τράπεζες αντιμετωπίζουν προβλήματα ακόμα και στο σημερινό, σχετικά καλό περιβάλλον, δεν υπάρχει περίπτωση να λειτουργήσουν σαν πηγή δύναμης σε μια πραγματική κρίση.
Μια σωστή εξυγίανση θα απαιτούσε πιθανότατα από την ΕΚΤ ή από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές να κλείσουν ορισμένες τράπεζες. Αυτό είναι επώδυνο αλλά απαραίτητο. Οι "εύθραυστες" τράπεζες δεν κάνουν τίποτα για την οικονομία. Αν είναι συστημικά σημαντικές μπορεί να υπήρχε η περίπτωση της κεφαλαιοποίησής τους με δημόσιους πόρους, εφόσον οι ιδιώτες επενδυτές μοιραστούν μέρος της επιβάρυνσης. Εάν κριθεί απαραίτητο, τα κονδύλια αυτά πρέπει να προέρχονται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.
Οι τελευταίες περίοδοι της οικονομικής αναταραχής προσφέρουν τη χρήσιμη υπενθύμιση πως η επόμενη κρίση μπορεί να μην είναι πολύ μακριά. Η Ευρώπη πρέπει τελικά να προετοιμαστεί.
Πηγή: capital.gr
Ανάλυση
Leave a comment